- συμπαραγράφω
- Α1. γράφω κάτι εν συνεχεία, μετά από κάτι άλλο («ὁ Μωϋσῆς εὐθὺς τῇ Γενέσει συμπαραγράψας τὴν Ἔξοδον», Γρηγ. Νύσσ.)2. παθ. συμπαραγράφομαιαναγράφομαι μαζί άλλους («ὥσπερ κοινωνὸς τῆς προφητείας συμπαραγράφεται», Βασ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παραγράφω «γράφω, σημειώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.